reiteración - ορισμός. Τι είναι το reiteración
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι reiteración - ορισμός


reiteración         
reiteración f. Acción de reiterar. Der. Constituye específicamente una circunstancia agravante en los *delitos.
reiteración         
Sinónimos
sustantivo
1) reincidencia: reincidencia, frecuencia, redundancia, reposición, cantinela, recaída, monotonía, periodicidad, vicio, reedición, la historia de siempre, las mismas, lugar común
Antónimos
sustantivo
reiterar      
Sinónimos
verbo
2) repetir: repetir, reproducir, redoblar, duplicar, multiplicar, volver, tornar, renovar, reincidir, redundar, remachar, recalcar, menudear, frecuentar, pasarse la vida, dar muchas vueltas, no cansarse de, no hacer más que
3) confirmar: confirmar, reafirmar, asegurar
Antónimos
verbo
Palabras Relacionadas

Βικιπαίδεια

Reiteración
Reiteración puede referirse a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για reiteración
1. Sin embargo, el CSN se ha cansado de la reiteración.
2. La reiteración de los piquetes sería uno de los motivos.
3. La reiteración de estos episodios acrecienta la preocupación ciudadana.
4. Ocurre que la reiteración de gestos en un mismo sentido podrían provocar confusión.
5. Para evitar la reiteración de los fallos se reforzará el mantenimiento preventivo de éstas instalaciones.
Τι είναι reiteración - ορισμός